- στριμώνω
- στριμώνω και στριμώχνω στρίμωξα, στριμώχτηκα, στριμωγμένος1. συνωθώ, συμπιέζω: Μας στρίμωξαν σε μια μικρή αίθουσα.2. φέρνω σε δύσκολη θέση: Με στρίμωξε για τα καλά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.